- στρέψωμεν
- στρέφωAër.aor subj act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъвращати — ОТЪВРАЩА|ТИ (34), Ю, ѤТЬ гл. 1.Отворачивать: лѹча бо испѹщаше свѣтоносны˫а и ѡзарѧ˫а зѣло, лица ѿвращаше зрѧщимъ, ако нѣкотора˫а сл҃нчьна˫а зарѧ ѡчи припадающе. (ἀπέστρεφε) ГА XIV1, 62а; | образн.: не ѿвращаимъ лица нашего ѡтъ б҃а. (μὴ στρέψωμεν) … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek